Eine Person kann nicht gehen, stehen und sitzen. Sie kann nur noch im Bett liegen, sie ist bettlägerig. Ursache ist eine Krankheit, ein Unfall oder allgemeine Schwäche.
Ένα άτομο δεν μπορεί να περπατήσει, να σταθεί και να καθίσει. Είναι ξαλωμένος στο κρεβάτι, είναι δηλαδή κλινηρής. Η αιτία μπορεί να είναι ασθένεια, ατύχημα ή γενική αδυναμία.